Το ζήτημα των ναρκωτικών αποτελεί ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που επηρεάζει πολλές πτυχές της ζωής του ατόμου και αυξάνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια στο νησί μας. Η εξάρτηση από τις ουσίες επηρεάζει όχι μόνο το άτομο που κάνει χρήση αλλά έχει αντίκτυπο και σε ολόκληρη την κοινωνία. Η πρόσφατη προαναγγελία της Υπουργού Δικαιοσύνης σε σχέση με την προώθηση τροποποιήσεων ώστε χρήστες οι οποίοι καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης, ολοκληρώσουν με επιτυχία θεραπευτικό πρόγραμμα, τότε θα συνεχίζουν την έκτιση της ποινής τους στις Κεντρικές Φυλακές, πρέπει να μας προβληματίσει. Θα πρέπει επίσης, ως Πολιτεία να αποφασίσουμε τι ζητάμε από τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Να τους τιμωρήσουμε για αυτήν καθεαυτή την πράξη τους ή να τους βοηθήσουμε να απαλλαγούν από την εξάρτηση τους μέσω της θεραπείας; Θα πρέπει επίσης, να καταστεί σαφές πως δεν μπορεί να γίνει συνδυασμός των πιο πάνω. Με άλλα λόγια δεν δύναται να ενθαρρύνουμε τους εξαρτημένους χρήστες να ξεκινήσουν ένα πρόγραμμα θεραπείας και όταν το ολοκληρώσουν με επιτυχία, να οδηγούνται στις Κεντρικές Φυλακές για έκτιση της ποινής τους. Κατά την γνώμη μου, οι ανωτέρω προβληματισμοί σκιαγραφούν και την απουσία επιστημονικής προσέγγισης στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του τεράστιου κοινωνικού προβλήματος των ναρκωτικών στην καρδιά του και σε κρίσιμες πτυχές του.
Πρώτον, με την εν λόγω τροποποίηση φαίνεται να απουσιάζουν τα κίνητρα για ένταξη σε θεραπευτικό πρόγραμμα από εξαρτημένους χρήστες. Αυτό το οποίο πρέπει να γίνει αντιληπτό στο Κυπριακό δικαιϊκό σύστημα είναι πως πολλοί εξαρτημένοι δράστες θα προσελκυστούν στο να ξεκινήσουν ένα πρόγραμμα θεραπείας με την δυνατότητα μιας τελικής ανταμοιβής, αφού με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, θα αποκλειστεί ο εγκλεισμός τους. Είναι πραγματικό άξιο απορίας ποιος χρήστης που καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης, θα ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα αφού τελικώς, θα εκτίσει την ποινή του στις Κεντρικές Φυλακές μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του. Παράλληλα, ενώ η ευρωπαϊκή κοινότητα προωθεί εναλλακτικές ποινές σε εξαρτημένους χρήστες που καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης με την ένταξη σε θεραπευτικά προγράμματα, ή έχουν αποποινικοποιήσει το αδίκημα της χρήσης, η Κύπρος με την συγκεκριμένη τροποποίηση ουσιαστικά τους απομακρύνει από τη θεραπεία
Αναφορικά με το πιο πάνω επιχείρημα, υπενθυμίζεται πως για τα Κυπριακά δεδομένα δεν μπορεί να κριθεί απομακρυσμένη η αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας κινήτρου για θεραπεία, με αντάλλαγμα την αποφυγή της ποινής φυλάκισης. Αιτιολογική βάση του ανωτέρω είναι το Πρωτόκολλο Συνεργασίας[1] που υιοθέτησε η Κύπρος σε σχέση με την παραπομπή νεαρών συλληφθέντων σε πρόγραμμα θεραπείας, χωρίς να καταχωρηθεί υπόθεση. Με την ολοκλήρωση της θεραπείας, η υπόθεση ταξινομείται ως «Άλλως Διατεθείσα», με την σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Συνεπώς, η μη δίωξη τους, είναι η ανταμοιβή τους, σε σχέση με την ολοκλήρωση της θεραπείας.[2]
Εύλογα μια μερίδα ατόμων, θα μπορούσαν να επικαλεστούν πως, η επιλογή της θεραπευτικής οδού δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης του ατόμου, αλλά ουσιαστικά εκμετάλλευσης για αποφυγή της ποινής εγκλεισμού. Στην υπόθεση R. v. McDonald, 2015 ABCA 108,[3][4] ο δικαστής ανέφερε πως σαφώς αναγνωρίζουμε πως το κίνητρο για ένταξη στο πρόγραμμα θεραπείας είναι σε μεγάλο βαθμό η αποφυγή της φυλάκισης. Όμως στην ουσία αυτό είναι το «δόλωμα» που χρησιμοποιείται. Στην πραγματικότητα, η αποφυγή της ποινής φυλάκισης, χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει τους παραβάτες να εισέλθουν σε προγράμματα θεραπείας και να κάνουν μια πραγματική προσπάθεια για αλλαγή. Παρόλα αυτά, ακόμα και αν το κίνητρο αρχικά είναι διαφορετικό, μέσα από την θεραπευτική πορεία επιτυγχάνονται τα απαιτούμενα αποτελέσματα.
Το δεύτερο σημείο που χρήζει επισήμανσης είναι η κοινωνική επανένταξη του ατόμου. Το τελευταίο στάδιο μετά από την ολοκλήρωση της θεραπείας είναι η κοινωνική επανένταξη, όπου απαιτείται τα άτομα να παρακολουθούνται προσεκτικά καθώς ο κίνδυνος υποτροπής είναι αυξημένος. Σαφώς τη διαδικασία αυτή της κοινωνικής επανένταξης, δεν μπορεί να την κάνει ενώ βρίσκεται στη φυλακή. Αδυνατούμε, να αντιληφθούμε το όφελος, ενός προσώπου που παραπέμφθηκε σε θεραπεία, και την έχει ολοκληρώσει επιτυχώς και ενώ βρίσκεται σε διαδικασία κοινωνικής επανένταξης, να οδηγείται στις Κεντρικές Φυλακές για έκτιση της ποινής του. Η επανένταξη στην κοινωνία μετά από διαδικασία παρακολούθησης απεξάρτησης θα πρέπει να στοχεύει στην αξιοποίηση του ατόμου ώστε να γίνει χρήσιμος και παραγωγικός στην κοινωνία. Ουσιαστικά δημιουργείται μέσω της θεραπείας ένας «νέος άνθρωπος» που υγιής πλέον αναλαμβάνει υπεύθυνα τις υποχρεώσεις του στην ζωή και στην πολιτεία.
Κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να εξετάσουμε ενδελεχώς το ζήτημα αυτό ανατρέχοντας σε άλλα δκαιϊκά συστήματα και εντοπίζοντας τις καλές πρακτικές που εφαρμόζουν. Για παράδειγμα ο Έλληνας νομοθέτης συνειδητοποιημένος πλήρως αναφορικά με την αξία της θεραπείας και κατ΄ επέκταση της κοινωνικής επανένταξης των ατόμων αυτών προέβλεψε ειδικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με το Νόμο 4139/13[5] στα άρθρα 30-35, προβλέπεται πως αν ο δράστης ολοκληρώσει με επιτυχία το θεραπευτικό πρόγραμμα, σύμφωνα με έγγραφη βεβαίωση και έκθεση του διευθυντή του προγράμματος, το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη, εφόσον η τελευταία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επανένταξή του στην κοινωνική ζωή.[6] Δικαιολογητική βάση της ρύθμισης αυτής αποτελεί η αναγνώριση της προσπάθειας για απεξάρτηση και το γεγονός ότι δεν συνάδει προς αυτήν ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα.[7]
Καταλήγοντας θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους, νομικούς και μη- πως η εναλλακτική της στερητικής της ελευθερίας ποινής, με συμμετοχή των χρηστών σε θεραπευτικά προγράμματα, είναι επιβεβλημένο και αναγκαίο μέτρο για ολοκληρωμένη αντιμετώπιση και επανένταξη των ατόμων στην κοινωνία.[8] Αδιαμφησβήτητα όταν το εξαρτημένο άτομο, δεν τύχει κατάλληλης και αποτελεσματικής θεραπείας, ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο άξονα. Μελέτες[9] έχουν καταδείξει ότι είναι πιο ευάλωτος να υποτροπιάσει ξανά . Η θεραπεία των ατόμων αυτών στοχεύει ακριβώς σε αυτό το ζήτημα, στη δημιουργία ενός νέου και παραγωγικού ατόμου.[10] Είναι επίσης αποδεδειγμένο από τις αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων πως η κατασταλτική πολιτική δεν έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεν καταπολεμά την εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες αλλά τιμωρεί τον δράστη για την πράξη, αφήνοντας την εξάρτηση στο περιθώριο. Η συγκροτημένη και αποτελεσματική θεραπεία σε συνδυασμό με την παραγωγή κινήτρων για συγκράτηση και ολοκλήρωση της θεραπείας μπορεί να επιφέρει πραγματικά πολύτιμα οφέλη όχι μόνο στον ίδιο τον εξαρτημένο χρήστη αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία.
[1] προληπτικού προγράμματος «FRED GOES NET».[1]
[2] Δράστες που εμπλέκονται για πρώτη φορά σε αδικήματα χρήσης ή κατοχής ναρκωτικών ουσιών του Ν. 29/1977 και είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών, παραπέμπονται από την Υ.Κ.Α.Ν σε συμβαλλόμενα θεραπευτικά κέντρα, αντί να προσαχθούν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.
[3] R v McDonald, 2015 ABCA 108 (CanLII), <http://canlii.ca/t/ggrwq> In the Court of Appeal of Alberta
[4] Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η εν λόγω υπόθεση αφορούσε υπόθεση που εκδικαζόταν από ειδικά Δικαστήρια Θεραπείας Ναρκωτικών.
[5] Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις 4139/13, Άρθρα 30-35. Κοινό στόχο των σχετικών προβλέψεων αποτελεί η «στροφή» σε θεραπευτική αντιμετώπιση του εξαρτημένου, η διευκόλυνση και «ώθησή» του για συμμετοχή σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης και η «επιβράβευσή» του σε περίπτωση ολοκλήρωσής τους
[6] Χρίστος Λαμπάκη, ‘Η υποχρεωτική αναβολή της δίκης και η «ειδική» αναστολή της παραγραφής κατ’ άρθρο 32 παρ. 2 στοιχ. γ ́ του Ν 4139/2013’ ΠοινΔικ 8-9[2013](ΕΤΟΣ 16ο)823-825.
[7] Λεωνίδας Κοτσαλής και άλλοι, Ναρκωτικά (4η έκδ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2018) 179-219.
[8]Δήμητρα Σορβατζιώτη, ‘Το Εφαρμοσμένο Μοντέλο του Ειδικού Δικαστηρίου για τη Θεραπεία από την Εξάρτηση Ναρκωτικών Ουσιών’ «Εξαρτήσεις» 28/17 [2018] 95-114.
[9] Shelley Johnson Listwan Jody L. Sundt Alexander M. Holsinger Edward J. Latessa, The Effect of Drug Court Programmingon Recidivism: The Cincinnati Experience, CRIME & DELINQUENCY / JULY 2003, σελ. 390- 399.
[10] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε. (2017). Μεταξύ θεραπείας και καταστολής: Η ποινική μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών αξιόποινων πράξεων. Ποιν. Δικ τ.11.